- συρματοποιώ
- (ε) αμετ. изготовлять проволоку, волочить проволоку
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
συρματοποιώ — έω, Ν [συρματοποιός] κατασκευάζω σύρμα … Dictionary of Greek
συρματοποίηση — Φάση της διαδικασίας για την επεξεργασία των μετάλλων, των πλαστικών υλών και των ελαστικών, που αποσκοπεί στην παραγωγή συρμάτων, σωλήνων ή λεπτών ράβδων κλπ. Η συνηθισμένη μέθοδος βασίζεται στη διέλευση των υλικών μέσα από μια σειρά από τρύπες… … Dictionary of Greek